φωτοηλεκτρόνιο

φωτοηλεκτρόνιο
το, Ν
φυσ. ελεύθερο ηλεκτρόνιο που αποσπάται από ένα άτομο ενός υλικού κατά τη διάρκεια τών φαινομένων φωτοηλεκτρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelectron < photo- (< φωτ[ο]-*) + electron (βλ. ηλεκτρόνιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτοηλεκτρόνιο — το ηλεκτρόνιο που εμφανίζεται στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοηλεκτρονικός — ή, ό, Ν [φωτοηλεκτρόνιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φωτοηλεκτρόνιο («φωτοηλεκτρονική εκπομπή») …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”